ακτινοπροστασία

ακτινοπροστασία
η (Ιατρ)
σύνολο μέτρων για την προστασία τού προσωπικού που εργάζεται σε τόπους παραγωγής ή χρησιμοποιήσεως ακτινοβολιών — και κατ' επέκταση τού υπόλοιπου πληθυσμού — από τις βλάβες που προκαλούν οι ιοντίζουσες ακτινοβολίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. radioprotection < radio- (< λατιν. radius) «ακτίνα» + protection «προστασία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακτινοπροστασία ή ραδιοπροστασία πληθυσμού — Το σύνολο των ενεργειών που πρέπει να κάνει και των διαδικασιών που πρέπει να τηρεί ένα κράτος για να προστατεύσει τον πληθυσμό του από τη ραδιενέργεια ή άλλες ιονίζουσες ακτινοβολίες που χρησιμοποιούνται για διάγνωση ή θεραπεία ασθενειών. Η α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”